κακός

κακός
κᾰκός, ή, όν,
A bad:
I of persons,
1 of appearance, ugly,

εἶδος μὲν ἔην κακός Il.10.316

, cf. Paus.8.49.3
.
2 of birth, ill-born, mean,

γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων . . , ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν Od.4.64

;

Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον . . ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσι 6.189

;

οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν 22.415

;

οὐδ' ἐὰν . . φανῶ τρίδουλος, ἐκφανῇ κακή S.OT1063

; κακός τ' ὢν κἀκ κακῶν ib.1397.
3 of courage, craven, base, Il.2.365, 6.489; κακοῦ τρέπεται Χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ (called δειλὸς ἀνήρ in the line above) 13.279;

Ἕκτωρ σε κ. καὶ ἀνάλκιδα φήσει 8.153

, cf. Od.3.375;

κ. καὶ ἀνήνορα 10.301

;

οἵτινες . . ἐγένοντο ἄνδρες κ. ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῇ ναυμαχίῃ Hdt.6.14

;

κ. καὶ ἄθυμος Id.7.11

; οὐδαμῶν κακίονες ib.104;

κακοὺς πρὸς αἰχμήν S.Ph.1306

;

κακή τ' ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν E.Med.264

;

οὐδενὶ ἐπιτρέψοντας κακῷ εἶναι X.An.3.2.31

.
4 bad of his kind, i. e. worthless, sorry, unskilled,

ἡνίοχοι Il. 17.487

; [τοξότης] ἢ κ. ἢ ἀγαθός ib.632;

νομῆες Od.17.246

; κ. ἀλήτης a bad beggar, ib.578;

ἰατρός A.Pr.473

; κυβερνήτης, ναύτης, E.Supp. 880, Andr.457;

μάγειρος Pl.Phdr.265e

: c. acc. modi, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι I am not bad in all things, Od.8.214;

κ. γνώμην S.Ph.910

: also c. dat.,

κακοὶ γνώμαισι Id.Aj.964

: c. inf.,

κ. μανθάνειν Id.OT545

; [νῆσος]

φυτεύεσθαι κακή Trag.Adesp.393

; cf. 11.
5 in moral sense, base, evil, Od.11.384, Hes.Op.240; opp. Χρηστός, S.Ant.520;

ὦ κακῶν κάκιστε Id.OT334

, Ph.984;

πλεῖστον κάκιστος Id.OC744

;

κ. πρός τινας Th.1.86

;

εἰς φίλους E.Or.424

codd.;

περὶ τὰ Χρήματα Pl.Clit. 407c

.
6 wretched, Herod.3.42.
II of things, evil, pernicious, freq. in Hom., etc., as δαίμων, θάνατος, μοῖρα, αἶσα, κῆρες, νοῦσος, ἕλκος, φάρμακα, ὀδύναι, Od.10.64, Il.3.173, 13.602, 1.418, Od.2.316, Il.1.10, 2.723, 22.94, 5.766; Χόλος, ἔρις, Il.16.206, Od.3.161; πόλεμος, ἔπος, ἔργα, Il.4.82, 24.767, Od.2.67, al.; ἦμαρ, ἄνεμος, Il.9.251, Od.5.109; of omens and the like , unlucky, ὄρνις, ὄναρ, σῆμα, Il.24.219, 10.496, 22.30: also in Trag., κ. τύχη, δαίμων, μόρος, S.Tr.328, A.Pers.354, 369, etc.; of words, abusive, foul,

κ. λόγοι S.Ant.259

, cf. Tr.461; κ. ποιμήν, i.e. the storm, A.Ag.657: Astrol., unlucky,

τόποι Heph.Astr.1.12

; κ. τύχη, name for the sixth region, Paul.Al.M.1.
B κακόν, τό, and κακά, τά, as Subst., evil, ill,

δίδου δ' ἀγαθόν τε κακόν τε Od.8.63

;

ἀθάνατον κακόν 12.118

;

ἐκ μεγάλων κακῶν πεφευγέναι Hdt.1.65

; so κ. ἄμαχον, ἄπρηκτα, Pi.P.2.76, I.8(7).8; ἔκπαγλον, ἄφερτον, ἀμήχανον, etc., A.Ag.862, 1102, E.Med.447, etc.; κακὸν ἥκει τινί there's trouble in store for some one, Ar.Ra.552; δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν the least of two evils, S.OT640, cf. OC496; κακῶν Ἰλιάς, v. Ἰλιάς; κακόν τι ῥέξαι τινά to do harm or ill to any one, Il.2.195
, etc.;

πολλὰ κάκ' ἀνθρώποισιν ἐώργει Od.14.289

; κακὰ φέρειν, τεύχειν τινί, Il.2.304, Hes.Op.265; κακόν τι (or κακὰ) ποιεῖν τινα (v. δράω, ποιέω, ἐργάζομαι) ; κακὸν πάσχειν ὑπό τινος to suffer evil from one, Th.8.48, etc.: in Trag. freq. repeated, κακὰ κακῶν, = τὰ κάκιστα, S.OC1238 (lyr.);

εἴ τι πρεσβύτερον ἔτι κακοῦ κακόν Id.OT1365

(lyr.);

δεινὰ πρὸς κακοῖς κακά Id.OC595

, cf. Ant.1281;

δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers. 1041

(lyr.).
2 κακά, τά, evil words, reproaches,

πολλά τε καὶ κακὰ λέγειν Hdt.8.61

, cf.A.Th.571, S.Aj.1244,Ph.382, etc.
3 Philos., κακόν, τό, Evil, Stoic.3.18, al., Plot.1.8.1, al.
4 of a person, pest, nuisance,

τουτὶ παρέξει τὸ κ. ἡμῖν πράγματα Ar.Av.931

; also, comically, ὅσον συνείλεκται κακὸν ὀρνέων what a devil of a lot of birds, ib.294.
C degrees of Comparison:
1 regul. [comp] Comp. in [dialect] Ep.,

κακώτερος Od.6.275

, 15.343, Theoc.27.22
, A.R.3.421, etc.: also in late Prose, Alciphr.3.62: irreg. κακίων, ον [with [pron. full] ], Od.2.277, Thgn.262, etc., with [pron. full] in Trag., exc. E.Fr.546 (anap.);

κακῑότερος AP12.7

([place name] Strato).
2 [comp] Sup.

κάκιστος Hom.

, etc.--Cf. also Χείρων, Χείριστος, and ἥσσων, ἥκιστος.
D Adv. κακῶς ill,

ἢ εὖ ἦε κακῶς Il.2.253

, etc.; κακῶς ποιεῖν τινα to treat one ill; κακῶς ποιεῖν τι to hurt, damage a thing; κακῶς ποιεῖν τινά τι to do one any evil or harm; κ. πράσσειν to fare ill, A.Pr.266, etc.;

κάκιον ἢ πρότερον πράττειν And.4.11

;

κ. ἔχειν Ar.Ra.58

, etc.; of illness, Ev.Matt.4.24; rarely

κακῶς πάσχειν A.Pr.759

, 1041 (anap.); Χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι κ. Hdt.1.8;

κ. ὄλοισθε S.Ph.1035

, etc.; with play on two senses,

ὡς κ. ἔχει ἅπας ἰατρός, ἂν κ. μηδεὶς ἔχῃ Philem.Jun.2

; κ. ἐρεῖν τινά, λέγειν τὴν πόλιν, Mimn.7.4, Ar.Ach.503; κ. εἰδότες, = ἀγνοοῦντες, X.Cyr.2.3.13, Isoc.8.32, cf. Hyp.Eux.33; κακῶς ἐκπέφευγα I have barely escaped, D.21.126: [comp] Comp.

κάκιον Hdt.1.109

, S.OT428, And.l.c., Pl.Mx.236a, etc.: [comp] Sup.

κάκιστα Ar. Ra.1456

, Pax2, Pl.R.420b, etc.
2 Adv. and Adj. freq. coupled in Trag., [dialect] Att., etc.,

κακὸν κακῶς νιν . . ἐκτρῖψαι βίον S.OT248

;

κακὸς κακῶς ταφήσῃ E.Tr.446

(troch.);

ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Ar.Pl.65

, cf. Eq.189, 190, D.32.6
, Procop.Pers.1.24;

κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς Ev.Matt.21.41

;

κακοὺς κάκιστα S.Aj.839

; in reversed order,

ὥσπερ ἀξία κακῶς κακὴ θανεῖται E.Tr.1055

; with intervening words,

κακῶς . . ἀπόλλυσθαι κακούς S.Ph.1369

, cf. E.Cyc.268, Ar.Eq.2. (Perh. cogn. with Avest. kasu-, [comp] Comp. kasyah-, [comp] Sup. kasišta- 'small', Lith. nukašëti 'grow feeble, thin', Germ. hager.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. βλαβερός, δυσάρεστος, επιζήμιος: Να φυλάγεσαι από την κακιά την ώρα. 2. ελαττωματικός, ανάξιος, αδέξιος: Ο κακός μαθητής δεν προβιβάζεται. 3. πονηρός, χαιρέκακος: Αυτός είναι κακός άνθρωπος. 4. αυτός που γίνεται ή κάνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακός — bad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • Κακὸς κακὸν ἡγηλάζει… — См. Масть к масти подбирается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κακά — κακός bad neut nom/voc/acc pl κακά̱ , κακός bad fem nom/voc/acc dual κακά̱ , κακός bad fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίω — κακός bad neut acc comp pl κακός bad neut nom comp pl κακός bad masc/fem acc comp sg κᾱκίω , κηκίω gush pres subj act 1st sg (doric) κᾱκίω , κηκίω gush pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακώτερον — κακός bad adverbial comp (epic) κακός bad masc acc comp sg (epic) κακός bad neut nom/voc/acc comp sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακωτέρων — κακός bad fem gen comp pl (epic) κακός bad masc/neut gen comp pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίονα — κακός bad neut nom/voc/acc comp pl κακός bad masc/fem acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίους — κακός bad masc/fem nom/acc comp pl κακός bad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίστων — κακός bad fem gen pl κακός bad masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”